- χοντροπόδαρος
- ο, θηλ. χοντροπόδαρη και χοντροποδαρούσα, Ναυτός που έχει χοντρά πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)-* + -πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. στραβο-πόδαρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντροπόδαρος — η, ο αυτός που έχει χοντρά πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχύπους — (pachypus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Ζουν στα νησιά της Μεσογείου και έχουν σώμα καφεκίτρινο, με σαφή φυλετικό διμορφισμό. Οι π. κατοικούν κυρίως στην Κορσική, Σαρδηνία και Σικελία. Τα αρσενικά πετούν τα δειλινά σε… … Dictionary of Greek